Τι σας ενέπνευσε να γράψετε και να σκηνοθετήσετε την παράσταση “Η Κρεατόπιτα”;

Πάντα ήθελα να συνεργαστώ με τη Φανή Γέμτου. Την εκτιμώ πολύ ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Οπότε από τη μια πλευρά κι αναφορικά με τη δομή του έργου ήταν η Φανή: ήξερα ότι μπορούσα να εντάξω στη σύνθεσή του τραγούδια (μιας και η Φανή έχει εξαιρετική φωνή), αφηγηματικά στοιχεία, διαφορετικούς ρόλους που θα μπορούσαν να υποδυθούν από μία ηθοποιό. Κι ενώ αναρωτιόμουν για τη θεματική συνέβη ένα περιστατικό σ’ ένα κλαμπ στο Γκάζι με έφοδο της αστυνομίας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πώς είχα συγκλονιστεί από την κατάθεση μιας κοπέλας που εκείνη την ώρα βρισκόταν στην τουαλέτα και μια αστυνομικός με πολιτικά την υποχρέωσε να μείνει με τα εσώρουχα. Το κλαμπ ήταν γεμάτο από νεαρόκοσμο 19-25 ετών. Μια από τις πρώτες σκέψεις μου ήταν: «ευτυχώς που τα παιδιά μου είναι μικρά ακόμη και δεν πάνε σε κλαμπ». Κι αμέσως μετά: «ναι, αλλά σε μόλις λίγα χρόνια θα είναι μεγάλα και μπορεί να θέλουν να πάνε».

Αυτή η σκέψη ήταν η αφορμή για να ξετυλιχτεί η ιστορία μας: μια μητέρα που γυρνώντας στο σπίτι της, δεν βρίσκει την κόρη της και παίρνοντας ένα τάπερ με κρεατόπιτα, για να μην πάει με άδεια χέρια, βγαίνει έξω για να την αναζητήσει. Μια αναζήτηση που έχοντας στη βάση της την ανάγκη να προστατεύσει το παιδί της μετατρέπεται σ’ ένα ταξίδι τόσο στην σύγχρονη κοινωνία με όλα εκείνα που μας τρομάζουν και για τα οποία συχνά επιλέγουμε να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν όσο κι ένα εσωτερικό υπαρξιακής αναζήτησης ταξίδι. Χαρακτηριστική η φράση που επαναλαμβάνει: «Άραγε εμείς περπατάμε τους δρόμους ή οι δρόμοι μας υποδεικνύουν να τους βαδίσουμε ανάλογα;» Το έργο βρίθει αναφορών σε σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα χωρίς όμως να κατονομάζει κανένα αναδεικνύοντας έτσι, θέλω να πιστεύω, τη διαχρονικότητα των κοινωνικών μας παθογενειών αλλά και τη σχέση που έχουμε ή δεν έχουμε με το κοινωνικό σύνολο.

Η έμπνευση τώρα για την απόφασή μου να σκηνοθετήσω (μετά από πολλά χρόνια) το συγκεκριμένο έργο ήταν και πάλι οι συνεργάτες μου. Το ενδεχόμενο να συνεργαστώ, εκτός από την Φανή Γέμτου, με τον Χρήστο Αλεξόπουλο στη μουσική σύνθεση, τα ηχοτοπία, και τα τραγούδια, με τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη στην σκηνογραφική κι ενδυματολογική επιμέλεια και τη Μελίνα Μάσχα στους φωτισμούς ήταν καθοριστική έμπνευση για την απόφασή μου. Όπως, φυσικά, σκηνοθετική έμπνευση αποτέλεσε και ο χώρος: το θεατρικό βαγόνι στο «Τρένο στο Ρουφ» είναι από μόνο του ένας τόσο ιδιαίτερος κι ατμοσφαιρικός χώρος που θεώρησα ότι με προκαλούσε να τον εξερευνήσω σκηνοθετικά.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά την παραγωγή της παράστασης;

Σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησής μας θα σας έλεγα ότι  μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο χώρος. Όσο γοητευτικός κι ατμοσφαιρικός κι αν είναι άλλο τόσο είναι και δύσκολος καθώς έχει τη δική του ιδιαιτερότητα και καμία επί της ουσίας σχέση με έναν θεατρικό χώρο και τους εκεί, γνώριμους, κώδικες και σχέσεις. Δεν υπάρχει απόσταση μεταξύ ηθοποιού και «πλατείας», δεν υπάρχει καν πλατεία. Οι θεατές γίνονται αναπόφευκτα κομμάτι της θεατρικής συνθήκης που καλείσαι να δημιουργήσεις ως σκηνοθέτιδα.

Ποιο είναι το βασικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στο κοινό μέσα από το έργο σας;

Μου είναι δύσκολο να μιλάω για μηνύματα όταν αναφέρομαι στο συγγραφικό μου έργο – είτε θεατρικό, όπως στην προκειμένη, είτε πεζογραφικό. Κάθε φορά την αλήθεια μου όσα με στοιχειώνουν και με προβληματίζουν προσπαθώ να καταθέσω και να επικοινωνήσω. Νομίζω ότι με το συγκεκριμένο έργο θέλησα να μοιραστώ όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα «γιατί» που καθημερινά προκύπτουν αλλά πολλές φορές τα αγνοούμε μέσα στην πίεση της καθημερινότητας και το δικού μας μικρόκοσμου – μέσα στον οποίο θέλουμε να παραμένουμε ασφαλείς. Αλλά τελικά πόσο ασφαλείς μπορούμε να είμαστε κι εμείς αν η κοινωνία γύρω μας καταρρέει. Πότε θα έρθει άραγε και η δική μας η σειρά; Είναι τόσο συγκλονιστική αυτή η φράση που ουρλιάζει το Κορίτσι με το μπλε παιδικό σκουλαρίκι και τη ροζ μπλούζα “Follow your dreams” (μία από τους ρόλους που καλείται να παίξει η Γέμτου) στη βασική πρωταγωνίστρια: «Πάντα έρχονται εκείνοι που δεν πρέπει όταν κλείνουμε τα μάτια μας στον κόσμο που ζούμε». Έχω δει θεατές να τινάζονται όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά από τη θέση τους ακούγοντας αυτή τη φράση.

Ποια ήταν η διαδικασία ανάπτυξης του χαρακτήρα και πώς επιλέξατε την πρωταγωνίστρια;

Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Μια γυναίκα που είναι μάνα, σύζυγος , εργαζόμενη. Που προσπαθεί ν’ ανταποκριθεί στα καθημερινά της καθήκοντα, που έχει τον δικό της μικρόκοσμο μέσα στον οποίο προσπαθεί να μένει δυνατή ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και των πολλαπλών ρόλων της. Από τη στιγμή που την σκέφτηκα την άφησα να με οδηγήσει. Να μου δείξει τη δική της οπτική, τις δικές της ανασφάλειες, τα όσα κρύβει κάτω από το χαλάκι προκειμένου να μπορεί ν’ αντέξει – μήπως αυτό δεν κάνουμε έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι;

Αχίλλειος πτέρνα της είναι το παιδί της. Κι εκεί νομίζω ότι κρύβεται και η μεγάλη ρωγμή. Επειδή η αγάπη της η έγνοια της για κάτι που δεν αφορά την ίδια είναι που της δίνει πρωταρχικά τη δύναμη να αντιμετωπίσει τα όσα αντιμετωπίζει. Και σταδιακά αυτή η δύναμη την οπλίζει με την ικανότητα να δει όσα δεν έβλεπε, να αντικρύσει όσα φοβόταν, ν’ αναμετρηθεί ακόμη και με τον ίδιο της τον εαυτό και να επανεξετάσει τη στάση της. Η αγάπη και η έγνοια της για κάτι πέρα από τον εαυτό της την αναγκάζει να ανοίξει προς τον κόσμο αντί να κλειστεί στο μέσα της καταπιέζοντας την ακόμη περισσότερο. Είναι οι μανάδες μας, με όλα τα στραβά και τα θετικά τους. Είναι η γυναικεία ματιά πάνω σ’ έναν κόσμο που μοιάζει συνεχώς να δημιουργείται και να καταστρέφεται.

Η γυναίκα φεύγοντας προς αναζήτηση της κόρης της παίρνει μαζί της ένα τάπερ με κρεατόπιτα για να μην πάει με άδεια χέρια στο σπίτι που πάει να την αναζητήσει αρχικά και το κουβαλάει καθ’ όλη τη διάρκεια. Ένα τάπερ που κρύβει όλη εκείνη τη μαμαδίσια έγνοια αλλά και τα στερεότυπα μιας καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. Για να καταλήξει ν’ αναγνωρίσει ότι ταυτόχρονα «αυτό το τάπερ είναι το σπίτι μου. Κι εσείς το μαγαρίσατε, το κάψατε, το γκρεμίσατε, το διαλύσατε. Μου το πήρατε. Μου τα πήρατε όλα. Κι εγώ σας άφησα να το κάνετε». Τολμάει να κοιτάξει τον εαυτό της κατάματα, την ίδια της την ύπαρξη.  Νομίζω πως κατά τη διαδικασία της ανάπτυξής του χαρακτήρα της γυναίκας αυτής επέτρεψα στον εαυτό μου να την μπολιάσει με όλα εκείνα τα μικρά κι ανομολόγητα που βιώνουμε οι γυναίκες και πολλές φορές δεν ομολογούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και η κοινωνία δεν μας αναγνωρίζει ή δεν θέλει να μας αναγνωρίσει.

Την αγαπάω πολύ. Καθώς είναι τόσο γειωμένη, τόσο αφελής και καλοπροαίρετη παρά τις προκαταλήψεις της, με τόσα τρωτά σημεία και ταυτόχρονα τόση δύναμη. Τόσο ανθρώπινη κι αληθινή. Και γι΄αυτό νομίζω ότι συγκινεί ως χαρακτήρας και τους άντρες θεατές μας. Επειδή κουβαλάει την τρωτότητα κι αντιμετωπίζει κι εν τέλει παραδέχεται αλήθειες που σχετίζονται με την ύπαρξή μας και τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, αλήθειες που μας αφορούν ως ανθρώπους ανεξαρτήτου φύλου κι ως πολίτες ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Πολλά και διάφορα καλά να είμαστε. Περιμένω τον Μάρτιο την έκδοση, από τις εκδόσεις Πατάκη, του βιβλίου που θα ολοκληρώνει την πολυαγαπημένη άτυπη τριλογία «Ονειροφύλακες», βιβλία που απευθύνονται σε εφηβικό κοινό κι όχι μόνο (πολλοί οι ενήλικες που τα αγαπάνε άλλωστε τα βιβλία μου για παιδιά κι εφήβους). Ταυτόχρονα είμαστε στο στάδιο της παραγωγής της μικρού μήκους ταινίας  animation “Το τραγούδι της Άλης” σε δικό μου σενάριο, σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Παπαδοπούλου (ταινία που βασίζεται στο βιβλίο μου Από μακριά  κι αναφέρεται και στο Ολοκαύτωμα των Ρομά από τους Ναζί). Και μόλις τελείωσα το σενάριο για ένα graphic novel βασισμένο και πάλι σε δικό μου βιβλίο. Αυτά είναι όσα αυτή τη στιγμή  μπορώ ν’ αποκαλύψω. Έρχονται όμως κι άλλες παραστάσεις κι άλλα βιβλία. Καλά να είμαστε και να έχουμε δημιουργική δύναμη και να εμπνέουμε ο ένας τον άλλον.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *